- συνεπεμβαίνειν
- σύν-ἐπεμβαίνωsteppres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπεμβαίνω — Α 1. επωφελούμαι μαζί ή συγχρόνως («μὴ θελῆσαι συνεπεμβαίνειν τοῑς κατ ἀλλήλων καιροῑς», Πολ.) 2. καταπατώ, ποδοπατώ κάποιον από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek